- ἐδυνάσθην
- δύναμαιto be ableimperf ind mp 3rd dualδύναμαιto be ableaor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)δύναμαιto be ableaor ind pass 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυνάζομαι — (Μ δυνάζομαι) 1. δύναμαι, μπορώ, κατορθώνω 2. υποφέρω, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εδυνάσθην, αόρ. του δύναμαι] … Dictionary of Greek